- ὁμοιόχρονος
- ὁμοιό-χρονος, ον,A of equal or like duration : in Prosody, of equal length, D.H.Comp.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομοιόχρονος — η, ο (Α ὁμοιόχρονος, ον) 1. αυτός που έχει ίση διάρκεια, ισόχρονος 2. (ειδ. στην προσωδία) αυτός που έχει ίσο χρόνο προφοράς, που έχει την ίδια προσωδία, που διαρκεί το ίδιο στην προφορά με έναν άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + χρόνος (πρβλ. ετερό … Dictionary of Greek
ὁμοιοχρόνοις — ὁμοιόχρονος of equal masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιόχρονα — ὁμοιόχρονος of equal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek